- απαρηγόρητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν παρηγοριέται, απαραμύθητος: Ήταν απαρηγόρητη για το θάνατο του παιδιού της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπαρηγόρητος — unconsoled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρηγόρητος — η, ο (AM ἀπαρηγόρητος, ον) αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος αρχ. 1. ασυγκράτητος, αχόρταγος 2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος 3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.) … Dictionary of Greek
ἀπαρηγορήτως — ἀπαρηγόρητος unconsoled adverbial ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγόρητον — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem acc sg ἀπαρηγόρητος unconsoled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτοις — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτου — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτων — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτῳ — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγόρητα — ἀπαρηγόρητος unconsoled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγόρητοι — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)